πάρριζος

πάρριζος
-ον, Α
με όλες του τις ρίζες, σύρριζα («πάρριζος μολεῑν Ἅϊδου μέγαν κευθμῶνα» — να κατεβεί στον Άδη μαζί με όλη του τη γενιά, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ριζος (< ῥίζα), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”